- πορνομανής
- πορνο-μᾰνής, ές,A mad after prostitutes, Sch.Ar.Ra.432.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορνομανής — ές, Α μανιώδης στον έρωτα με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανής] … Dictionary of Greek
πορνομανῆ — πορνομανής mad after prostitutes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πορνομανής mad after prostitutes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πορνομανής mad after prostitutes masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek